Τα όρια του καθενός μας βρίσκονται στο μυαλό και ορίζονται από τις πεποιθήσεις που κουβαλάω συνειδητά και υποσυνείδητα.
Συνηθίζω να λειτουργώ επιχειρηματικά και στην προσωπική μου ανάπτυξη σε περιόδους 30 – 60 ή 90 ημερών όπου τα δίνω όλα και ενδιάμεσα διαστήματα λίγων ημερών ή εβδομάδων που κρατάω έναν σταθερό ρυθμό. Και αξιοποιώ όλη την ορμή που έχει ήδη δημιουργηθεί.
Ακριβώς όπως ένα αεροπλάνο που για να απογειωθεί χρειάζεται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να δώσει το 100% της ενέργειας και της εστίασης. Ωστε να νικήσει τη δύναμη της βαρύτητας και την αντίσταση του αέρα. Κατά τη διάρκεια της απογείωσης όλο το σύστημα δέχεται τεράστιες πιέσεις και το σώμα είναι στη διαδικασία προσαρμογής της έντονης αυτής μεταβολής.
Στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της πτήσης, όταν το αεροπλάνο αποκτήσει το επιθυμητό ύψος, μπορεί να πηγαίνει με εκατοντάδες μίλια την ώρα και εγώ να πίνω καφεδάκι αμέριμνος μέσα και να νιώθω ότι είναι σα σταματημένο.
Έτσι λειτουργούν τα έντονα αυτά διαστήματα, με τα πιο προκλητικά από όλα να είναι τα 90ημερα όπου πραγματικά δοκιμάζονται οι αντοχές όλου του συστήματος. Έως τώρα έκανα 2 με 3 maximum τέτοια ετησίως.
Φέτος το καλοκαίρι οργάνωσα το επόμενο μου 90ημερο (χρειάζεται σωστή οργάνωση και πλάνο για να γίνει σωστά χωρίς να οδηγήσει σε πιθανή υπερκόπωση) που θα ξεκινούσε στις 21 Αυγούστου με το 5ημερο σεμινάριο του “Αλματος” και θα ολοκληρωνόταν στα τέλη Νοεμβρίου με το σεμινάριο του “Καλού Παιδιού” ως ορόσημα.
Με 2 μεγάλες προκλήσεις που δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ πριν.
Ότι θα κάναμε για πρώτη φορά τα δύο 5ημερα, και εξαιρετικά απαιτητικά, σεμινάρια του ΑποφασίΖω σε ένα καλοκαίρι και μάλιστα συνεχόμενα με μία μέρα κενό
Ότι πλέον είχαμε 3 παιδιά στην οικογένεια, σε μία νέα πίστα που δεν είχαμε ιδέα πως παίζεται και τι περιέχει…
Η αλήθεια είναι ότι δε θα έγραφα καν αυτό το κείμενο εάν δεν υπήρχε η Λεωνή που είναι ο βράχος της οικογένειας, η αρχή και το τέλος της ανατροφής των 3 υπέροχων κορίτσαρων μας. Και φυσικά κάθε τέτοιο πλάνο των όσων ημερών σχεδιάζεται από κοινού και σε απόλυτη συνεννόηση και ευθυγράμμιση.
Για πολλούς – απόλυτα θετικούς – λόγους αυτή τη φορά χρειάστηκε να παραταθεί αυτό το διάστημα έως και τις 23 Δεκεμβρίου. Ολοκληρώθηκε μετά από 123 μέρες.
Χρειάστηκε να πληρωθεί αυτό που ονομάζεται το “τίμημα της επιτυχίας”. Διότι μπαίνοντας στη δράση, δημιουργώντας και έχοντας ως βασικές αξίες και πρόθεση την εξέλιξη και τη συνεισφορά, πολύ πιθανό να καταφέρεις αυτά που επιθυμεί η ψυχούλα σου.
Και χρειάζεται ή να είσαι έτοιμος να το διαχειριστείς όλο αυτό.
Ή να βρεις τις δυνάμεις μέσα σου για να σπρώξεις τη ζώνη άνεσης σε νέα όρια, όρια που ίσως δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν.
Και πως μπορεί να γίνει αυτό;” είναι το κλασσικό ερώτημα.
Μα με μικρά καθημερινά βήματα. Η Ρώμη, λένε, δεν χτίστηκε σε μια ημέρα! Με μικρά βήματα κάθε μέρα, συχνά σε μονοπάτια προκλητικά, σε δρόμους ανώμαλους και σε ανηφόρες απότομες, λίγο λίγο, σιγά σιγά.
Και είναι όλο αυτό το ταξίδι που τελικά αξίζει. Αρκεί να το απολαμβάνεις, να σε παθιάζει και να το αγαπάς.
Κάνοντας ίσως κατάχρηση του πολύτιμου χρόνου που μπορεί να διαθέσει κάποιος/α για ένα social media κείμενο, παραθέτω ένα κλασσικό απόσπασμα από τη διάσημη ρήση του Νίκου Καζαντζάκη από το «Αναφορά στον Γκρέκο» που μας υπενθυμίζει ότι τα ανθρώπινα όρια δημιουργήθηκαν για να σπάνε. Μία φράση που μου δημιουργεί ανατριχίλα κάθε φορά που τη διαβάζω:
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα:
“Eλα… έλα… έλα…»
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω:
«Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-ΦΤΑΣΕ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-ΦΤΑΣΕ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ!